THEODOROS ZAFEIROPOULOS / HOMELAND
GR   EN
Διαδραστικός δίαυλος επικοινωνίας (portal)
1. Μια πόρτα, είσοδος, ή πύλη, ειδικά το ένα που είναι μεγάλο και επιβλητικό.

2. Μια είσοδος ή ένα μέσο της εισόδου: η τοπική βιβλιοθήκη, μια πύλη της γνώσης.

3. Η πύλη φλέβα.

4. Ένας δικτυακός τόπος θεωρείται ως μία είσοδο σημείο σε άλλες ιστοσελίδες, συχνά με την ύπαρξη ή την παροχή πρόσβασης σε μια διαδικτυακή αναζήτηση.

δίαυλος ο [δíavlos] : κανάλι. 1. φυσική ή τεχνητή δίοδος σε θάλασσα, ποταμό κτλ., κατάλληλη για τη ναυσιπλοΐα. 2. (λόγ.) α. συσκευή ή κύκλωμα μέσο του οποίου μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικά σήματα από τον πομπό στο δέκτη. β. (πληροφ.) όργανο που συνδέει την κεντρική μονάδα με τα περιφερειακά. 3. (μτφ.) τρόπος επικοινωνίας, πρόσβασης ή διοχέτευσης πληροφοριών: Είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί ένας ~ (επικοινωνίας) μεταξύ των δύο χωρών.

πύλη η [píli]: χαρακτηρισμός ειδικά κατασκευασμένης εισόδου: α. σε κτίριο ή σε άλλο κλειστό χώρο συνήθ. δημόσιου χαρακτήρα: H ~ του ανακτόρου / του ναού / του πανεπιστημίου. Kεντρική ~. H ~ του Παραδείσου / του Άδη. Ωραία Πύλη, η μεσαία από τις τρεις πόρτες που οδηγούν από τον κυρίως ναό στο ιερό. (Yψηλή) Πύλη, η οθωμανική κυβέρνη ση. β. σε οχυρωμένο και ιδίως περιτειχισμένο χώρο: Οι πύλες του τείχους / του φρουρίου / του στρατοπέδου. Φρουρός της πύλης. Aνοίγουν οι πύλες, επιτρέπεται η είσοδος και με επέκταση για παράδοση σε κπ. || (σε ονομασία): Πύλη των Λεόντων / του Aδριανού. ΦΡ προ των πυλών, για κίνδυνο που πλησιάζει απειλητικά. 2. (μτφ.) α. χαρακτηρισμός μιας περιοχής που διευκολύνει την πρόσβαση σε μια άλλη: H άλωση της Bιέννης θα έφερνε τους Tούρκους στις πύλες της δυτικής Ευρώπης. H Ελλάδα είναι η ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Mέση Aνατολή. β. για γεγονός, κατάσταση κτλ. που οδηγεί σε κτ. άλλο: H γέννηση ως ~ της ζωής. Ο θάνατος ως ~ της μεταθανάτιας ζωής. γ. (ανατ.) ονομασία ανοιγμάτων ή εσοχών στα σπλάχνα, από όπου περνούν αιμοφόρα αγγεία ή νεύρα: Hπατικές / νεφρικές / πνευμονικές πύλες.


Ιεραρχία διαύλων

back